κορυφαίος

κορυφαίος
Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση, και χορολέκτης ή πρώτος των υποκριτών, επειδή έπαιρνε τον λόγο εκ μέρους του Χορού στον διάλογο μεταξύ Χορού και ηθοποιών.
* * *
-α, -ο (ΑM κορυφαῑος, -αία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο, στην κορυφή
2. ο ανώτατος, ο άριστος, αυτός που υπερέχει, ο πρώτος (α. «ο κορυφαίος τών γιατρών» β. «τῶν ἀνδρῶν τοὺς κορυφαίους ἀνεσκολόπισε», Ηρόδ.)
3. (στο αρχαίο ελλ. θέατρο) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που οδηγούσε τον χορό, ο πρώτος τού χορού («ὥσπερ οὐδὲ τῶν χορευτῶν κορυφαίου καὶ παραστάτου», Αριστοτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. το πάνω μέρος τού χαλινού, η κεφαλαριά («πῶς δέχεται τὸν χαλινόν, πῶς δὲ περὶ τὰ ὦτα τὴν κορυφαίαν», Ξεν.)
5. το ουδ. ως ουσ. το κορυφαίο(ν)
το ανώτερο οριζόντιο δοκάρι τής στέγης, ο κορφιάς
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. μουσ. ο πρώτος βιολιστής τής ορχήστρας
2. φρ. α) «κορυφαία δοκός» — ο κορφιάς
β) «κορυφαία ιστίου»
ναυτ. η άνω οριζόντια πλευρά τετράγωνου ιστίου από την οποία αυτό προσδένεται στην κεραία ή η λοξή πλευρά τριγωνικού ή τραπεζοειδούς ιστίου με την οποία αυτό στερεώνεται ως ανάδρομο
γ) «κορυφαία ακτής» — η νοητή καμπύλη στην οποία καταλήγει προς τα άνω η διατομή μιας ακτής
δ) «κορυφαία ορθοδρομίας»
ναυτ. το σημείο τής καμπύλης ορθοδρομικής πλεύσης πάνω στον χάρτη το οποίο παρουσιάζει το μεγαλύτερο γεωγραφικό πλάτος όταν και το αρχικό και το τελικό στίγμα τού πλοίου έχουν το ίδιο γεωγραφικό πλάτος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο επικεφαλής
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. α) επίσκοπος β) προσωνυμία τού Διός
2. το θηλ. ως ουσ. α) τούφα στην κορυφή τού κεφαλιού
β) (στην Επίδαυρο) προσωνυμία τής Αρτέμιδος
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού
β) αρχιτ. (για το τύμπανο) το κεντρικό μέρος
γ) στον πληθ. τὰ κορυφαῑα
τα μέρη γύρω από το κεφάλι θυσιασμένου ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα -αῖος (πρβλ. ακρ-αίος, πηγ-αίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κορυφαῖος — head man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφαῖος — head man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφαίος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή. 2. ο ανώτατος όλων: Ήταν επιστήμονας από τους κορυφαίους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κορυφαιοτάτων — Κορυφαῖος head man fem gen superl pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιότατα — Κορυφαῖος head man adverbial superl Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιότατον — Κορυφαῖος head man masc acc superl sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαῖον — Κορυφαῖος head man masc acc sg Κορυφαῖος head man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαίω — Κορυφαῖος head man masc/neut nom/voc/acc dual Κορυφαῖος head man masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαίων — Κορυφαῖος head man fem gen pl Κορυφαῖος head man masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφαιοτάτη — Κορυφαῖος head man fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”